εἰκαιολογία

εἰκαιολογία
εἰκαιολογίᾱ , εἰκαιολογία
random talking
fem nom/voc/acc dual
εἰκαιολογίᾱ , εἰκαιολογία
random talking
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εικαιολογία — εἰκαιολογία, η (Α) [εικαιολόγος] το να μιλάει κανείς στην τύχη, απερίσκεπτα …   Dictionary of Greek

  • εἰκαιολογίας — εἰκαιολογίᾱς , εἰκαιολογία random talking fem acc pl εἰκαιολογίᾱς , εἰκαιολογία random talking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιολογίαν — εἰκαιολογίᾱν , εἰκαιολογία random talking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαιολογίαις — εἰκαιολογία random talking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εικαιομυθία — εἰκαιομυθία, η (Α) η εικαιολογία …   Dictionary of Greek

  • εικαιορρημοσύνη — εἰκαιορρημοσύνη, η (Α) η εικαιολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”